- ὀργανίτης
- ὀργᾰν-ίτης [pron. full] [ῑ], ου, ὁ,A engineer, PLond.1.125.20 (iv A.D.), PLips.97 vii 13 (iv A. D.),
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οργανίτης — ο (Α οργανίτης) νεοελλ. (ιστολ.) καθένα από τα στοιχεία που αποτελούν το κύτταρο, το οργανίδιο αρχ. μηχανικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄργανον + επίθημα ίτης (πρβλ. νεφρ ίτης). Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. organite] … Dictionary of Greek
όργανο — το (ΑΜ ὄργανον) 1. κάθε φυσικό ή τεχνητό μέσο που χρησιμεύει για παραγωγή έργου, σύνεργο 2. καθένα από τα αυτοτελή μέρη τού οργανισμού ζώων και φυτών το οποίο επιτελεί συγκεκριμένη λειτουργία (α. «αναπνευστικά όργανα» β. «ὄργανα πρὸς ἐργασίαν τῆς … Dictionary of Greek